σιωπηρός

σιωπηρός
-ή, -ό / σιωπηρός, -ά, -όν, ΝΑ
σιωπηλός
νεοελλ.
αυτός που γίνεται σε κατάσταση σιωπής ή αυτός που δηλώνεται με σιωπή («σιωπηρή συγκατάβαση»).
επίρρ...
σιωπηρώς / σιωπηρῶς ΝΑ
με σιγή, σιωπηλά
νεοελλ.
χωρίς κανείς να δηλώνει ή να αναφέρει κάτι («η απόφασή του έγινε σιωπηρώς αποδεκτή»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιωπή + κατάλ. -ηρός (πρβλ. νοσ-ηρός, τολμ-ηρός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σιωπηρός — σιωπηλός silent masc nom sg σιωπηρός masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιωπηρός — ή, ό επίρρ. ά 1. σιωπηλός. 2. αυτός που γίνεται στα κρυφά και αθόρυβα: Υπάρχει ανάμεσά τους μια σιωπηρή συμφωνία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σιωπηρότητα — η, Ν [σιωπηρός] η ιδιότητα τού σιωπηρού, το να είναι κανείς σιωπηρός …   Dictionary of Greek

  • σιωπηρόν — σιωπηλός silent masc acc sg σιωπηλός silent neut nom/voc/acc sg σιωπηρός masc acc sg σιωπηρός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… …   Dictionary of Greek

  • σιωπηραί — σιωπηλός silent fem nom/voc pl σιωπηρός fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιωπηροί — σιωπηλός silent masc nom/voc pl σιωπηρός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιωπηράν — σιωπηρά̱ν , σιωπηλός silent fem acc sg (attic doric aeolic) σιωπηρά̱ν , σιωπηρός fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιωπηράς — σιωπηρά̱ς , σιωπηλός silent fem acc pl σιωπηρά̱ς , σιωπηρός fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιωπηρῶς — σιωπηλός silent adverbial σιωπηρός adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”