σιωπηρός — σιωπηλός silent masc nom sg σιωπηρός masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιωπηρός — ή, ό επίρρ. ά 1. σιωπηλός. 2. αυτός που γίνεται στα κρυφά και αθόρυβα: Υπάρχει ανάμεσά τους μια σιωπηρή συμφωνία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σιωπηρότητα — η, Ν [σιωπηρός] η ιδιότητα τού σιωπηρού, το να είναι κανείς σιωπηρός … Dictionary of Greek
σιωπηρόν — σιωπηλός silent masc acc sg σιωπηλός silent neut nom/voc/acc sg σιωπηρός masc acc sg σιωπηρός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek
σιωπηραί — σιωπηλός silent fem nom/voc pl σιωπηρός fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιωπηροί — σιωπηλός silent masc nom/voc pl σιωπηρός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιωπηράν — σιωπηρά̱ν , σιωπηλός silent fem acc sg (attic doric aeolic) σιωπηρά̱ν , σιωπηρός fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιωπηράς — σιωπηρά̱ς , σιωπηλός silent fem acc pl σιωπηρά̱ς , σιωπηρός fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιωπηρῶς — σιωπηλός silent adverbial σιωπηρός adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)